- πειράζω
- ΝΜΑνεοελλ.1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;»)2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς»)3. απευθύνω ειρωνικές φράσεις, αστεΐζομαι (α. «σέ πειράζει, δεν τό λέει στα σοβαρά» β. «πείραξε ο ένας τον άλλον και ήρθαν στα χέρια»)4. δυσαρεστώ («μέ πείραξαν τα λόγια του»)5. βλάπτω, επιφέρω κακό («τόν πειράζει το ποτό»)6. (για ζώα, φυτά ή πράγματα) υφίσταμαι βλάβη7. θίγω, μετακινώ, ανασκαλεύω («μην τά πειράζεις γιατί θα πέσουν»)8. φθείρω ηθικώς9. απρόσ. δεν πειράζειδεν βλάπτει ή δεν είναι οχληρό ή δυσάρεστοαρχ.1. δοκιμάζω, εξετάζω («ἑαυτοὺς πειράζετε», ΚΔ)2. απευθύνομαι σε κάποιον για κάτι («νῡν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν», ΚΔ)3. επιχειρώ κάτι, αναλαμβάνω να κάνω κάτι4. δοκιμάζω κάτι πάνω σε κάτι («ἄλλος γὰρ ἄλλην ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην», Λουκιαν.)5. παθ. πειράζομαια) υφίσταμαι πειρασμό δελεαστικό για αποπλάνησή μου, υφίσταμαι δοκιμασία («ὁ Ἰησοῡς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῡ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῡ διαβόλου», ΚΔ)β) πάσχω, βασανίζομαι από ασθένεια6. (η μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο πειράζωνο διάβολος, που εμβάλλει σε πειρασμό7. φρ. «πειράζεται διὰ βασάνου» — ελέγχεται με δοκιμασία (Μέν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πείρα].
Dictionary of Greek. 2013.